ἀμετάδοτος — not imparting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάδοτος — η, ο (AM ἀμετάδοτος, ον) αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί νεοελλ. (ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός μσν. 1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος 2. αυτός που δεν κοινώνησε τών… … Dictionary of Greek
ἀμεταδότως — ἀμετάδοτος not imparting adverbial ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτον — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc sg ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότους — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότων — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότῳ — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτα — ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτοι — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαβίβαστος — η, ο (Α ἀδιαβίβαστος, ον) [διαβιβάζω] νεοελλ. αυτός που δεν διαβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαβιβαστεί, ο αμετάδοτος αρχ. (ως γραμμ. όρος) αμετάβατος … Dictionary of Greek